Ο κόσμος μας
έλεγε τρελούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελοί δεν εκάναμεν την επανάστασιν,
διατί ηθέλαμεν συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλαρία μας,
πυροβολικό μας, πυριτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογιαριάσει
την δύναμιν την ειδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού ενισήσαμεν,
οπού ετελειώσαμεν με καλά τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν
δεν ευτυχούσαμεν ηθέλαμεν τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να
είναι εις ένα λιμένα πενήντα εξήντα καράβια φορτωμένα ένα από αυτά
ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μια μεγάλη
φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω
σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος,
ιδού παλικάρια, ιδιού φρόνιμος και όχι σαν εμεις οπού καθόμεθα έτσι
δειλοί, χαϊμένοι» και κατηγορούνται οι καπετανάιοι ως άναξιοι. Αν δεν
ευδοκιμούσε το καράβι ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελός να σηκωθεί με τέτοια
φορτούνα, με τέτοιο άνεμο! Να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις
το λαιμό του».
(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης- Απομνημονεύματα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου